-
1 περίγεια
περίγειοςsurrounding the earth: neut nom /voc /acc pl -
2 орбита
-
3 περιγειος
-
4 θαυματουργέω
A = θαυματοποιέω, X.Smp.7.2; work wonders or miracles, Ph.2.18, 185; but τὰ περίγεια θ. 'play tricks with', of Xerxes, Id.1.674; τὰ τεθαυματουργημένα wonderful phenomena, Pl.Ti. 80c.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θαυματουργέω
См. также в других словарях:
περίγεια — περίγειος surrounding the earth neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περίγειος — α, ο / περίγειος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που βρίσκεται γύρω από τη Γη, που την περιβάλλει 2. το ουδ. ως ουσ. το περίγειο(ν) αστρον. το πλησιέστερο προς τη Γη σημείο τής τροχιάς ουράνιου σώματος και ιδίως τής Σελήνης μσν. το ουδ. ως ουσ. 1. ολόκληρη η… … Dictionary of Greek
θαυματουργώ — και θαματουργώ (AM θαυματουργῶ, έω) [θαυματουργός] κάνω θαύματα νεοελλ. 1. έχω άριστα αποτελέσματα, έχω εξαιρετικές επιτυχίες 2. δημιουργώ σκάνδαλα («αυτός όπου πάει θαυματουργεί») αρχ. 1. (πληθ. ουδ. μτχ. παρακμ. ως ουσ.) τά τεθαυματουργημένα οι … Dictionary of Greek